όγδοη ημέρα

όγδοη ημέρα
όγδοη ημέρα η
восьмой день –
1) день, обыкновенно отождествляемый с Воскресеньем;
2) день, который наступит после Второго Пришествия Христа и будет продолжаться вечно. (Господь сотворил мир в шесть дней. День, в который Господь почил, именуется седьмым – это время, в которое мы сейчас живем. А восьмой день наступит после Второго Пришествия Христа)

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "όγδοη ημέρα" в других словарях:

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • οκταήμερος — και οχταήμερος, η, ο (ΑΜ ὀκταήμερος, ον) αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ) νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοθεσία — η (Μ ὀνοματοθεσία) [ονοματοθέτης] καθορισμός ονόματος, ονομασία νεοελλ. 1. βάπτισμα, απονομή ονόματος 2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσα («ονοματοθεσία φυτών») 3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν… …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • νεογνικός — ή, ό [νεογνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεογνό 2. φρ. α) «νεογνική περίοδος» το χρονικό διάστημα από τη γέννηση μέχρι την εικοστή όγδοη ημέρα β) «νεογνική θνησιμότητα» η θνησιμότητα κατά τις πρώτες τέσσερεις εβδομάδες ζωής …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδέκατος — ὀκτωκαιδέκατος, η, ον (ΑΜ, Α βοιωτ. τ. ὀκτωκηδέκατος, ον) [οκτωκαίδεκα] ο δέκατος όγδοος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ὀκτωκαιδεκάτη κατά τη δέκατη όγδοη ημέρα …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκαταίος — ὀκτωκαιδεκαταῑος, α, ον (Α) [οκτωκαιδέκατος] αυτός που συμβαίνει κατά την δέκατη όγδοη ημέρα …   Dictionary of Greek

  • Αγία Οικογένεια — Η οικογένεια του Ιησού Χριστού, καθώς και εορτή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που καθιερώθηκε από τον πάπα Βενέδικτο IE’. Σε αυτήν προβάλλεται o Ιησούς, η Μαρία και ο Ιωσήφ ως υπόδειγμα οικογένειας. Γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή ύστερα από τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»